гарцевать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

гарцевать - translation to πορτογαλικά


гарцевать      
caracolar ; ginetear (Bras.)
ginetear vi      
браз ездить верхом; гарцевать
arfar      
задыхаться, тяжело дышать, (мор.) подвергаться килевой качке (о корабле), становиться на дыбы, гарцевать (о лошади)

Ορισμός

ГАРЦЕВАТЬ
красуясь, ловко и молодцевато ехать верхом.
Г. на скакуне.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για гарцевать
1. Нас усадили за столики, и перед нами стали гарцевать... официантки!
2. Вскоре ей наскучило гарцевать на жеребце в костюме амазонки.
3. И давай гарцевать, плащом ворожить - "Болеро" Равеля, да и только!
4. Правда, когда начинают гарцевать на скакунах и размахивать шашками, становится просто смешно.
5. Да и нынешним жителям Дона не безразлично, на каком коне гарцевать.